αδιείσδυτος

αδιείσδυτος
-η, -ο
εκείνος στον οποίο δεν εισχώρησε κανείς ή δεν μπορεί να εισχωρήσει: Στο σημείο εκείνο το δάσος ήταν κυριολεκτικά αδιείσδυτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδιείσδυτος — η, ο [διεισδύω] 1. αυτός που δεν διείσδυσε, που δεν εισχώρησε κάπου 2. αυτός στον οποίο δεν εισχώρησε ή δεν μπορεί να εισχωρήσει κανείς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”