- αδιείσδυτος
- -η, -οεκείνος στον οποίο δεν εισχώρησε κανείς ή δεν μπορεί να εισχωρήσει: Στο σημείο εκείνο το δάσος ήταν κυριολεκτικά αδιείσδυτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.